πλασήμπο

πλασήμπο
το, Ν
(φαρμ.) διεθνής όρος που χρησιμοποιείται για να υποδείξει κάθε φάρμακο στο οποίο το ενεργό συστατικό αντικαταστάθηκε από ένα ανενεργό, όπως λ.χ. είναι η ζάχαρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. placebo < λατ. placebo, μέλλ. τού placeo «αρέσω, ευχαριστώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”